- ἐτύμως
- ἔτυμοςtrueadverbialἔτυμοςtruemasc acc pl (doric)ἔτυμοςtrueadverbialἔτυμοςtruemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek
ՍՏՈՒԳԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0753 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c մ. ἁκριβῶς, ἁληθῶς certe եւն. Ստուգաբար. ստուգիւ. հաւաստեաւ. անվրէպ. անշուշտ. արդարեւ. *Ստուգապէս ուսանել, կամ պատմել, կամ տեղեկանալ. Սեբեր. ՟Թ: Խոր. ՟Բ. 45. 72:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)